ἀναζωπυρήσῃ

ἀναζωπυρήσῃ
ἀναζωπυρήσηι , ἀναζωπύρησις
restoration of strength
fem dat sg (epic)
ἀναζωπυρέω
rekindle
aor subj mid 2nd sg
ἀναζωπυρέω
rekindle
aor subj act 3rd sg
ἀναζωπυρέω
rekindle
fut ind mid 2nd sg
ἀ̱ναζωπυρήσῃ , ἀναζωπυρέω
rekindle
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ναζωπυρήσῃ , ἀναζωπυρέω
rekindle
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀναζωπυρέω
rekindle
aor subj mid 2nd sg
ἀναζωπυρέω
rekindle
aor subj act 3rd sg
ἀναζωπυρέω
rekindle
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναζωπύρηση — η (και ωση), αναζωογόνηση: Η θυσία του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι είχε ως αποτέλεσμα την αναζωπύρηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άναψη — η (Α ἄναψις) νεοελλ. η έξαψη, φλόγωση αρχ. άναμμα, αναζωπύρηση 2. επιτολή, εμφάνιση αστέρων …   Dictionary of Greek

  • αναρρίπιση — η αναθέρμανση, αναζωπύρηση …   Dictionary of Greek

  • διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… …   Dictionary of Greek

  • εμπρηστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον εμπρησμό ή ο κατάλληλος για μετάδοση τής φωτιάς («εμπρηστικές ύλες, βλήματα κ.λπ.») 2. μτφ. αυτός που συντελεί στην αναζωπύρηση παθών («εμπρηστική αρθρογραφία») …   Dictionary of Greek

  • επάναψις — ἐπάναψις, η (AM) αναζωπύρηση, ξανάναμμα …   Dictionary of Greek

  • ζωπύρηση — η (AM ζωπύρησις) [ζωπυρώ] αναζωπύρηση, αναζωογόνηση νεοελλ. μτφ. εμψύχωση, τόνωση τού ηθικού, η εγκαρδίωση αρχ. 1. άναμμα, αναρρίπιση φωτιάς 2. διέγερση, έξαψη …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… …   Dictionary of Greek

  • αναθέρμανση — η 1. ξαναζέσταμα: Σημειώθηκε πρόσφατα μια αναθέρμανση στις σχέσεις τους. 2. αναζωπύρηση: Υπάρχει κίνδυνος να έχουμε αναθέρμανση του ψυχρού πολέμου ανάμεσα στις υπερδυνάμεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”